Τυρρηνίας

Τυρρηνίας
Τυρρηνίᾱς , Τυρρήνιος
fem acc pl
Τυρρηνίᾱς , Τυρρήνιος
fem gen sg (attic doric aeolic)
Τυρρηνίᾱς , Τυρρηνίη
fem acc pl
Τυρρηνίᾱς , Τυρρηνίη
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ARETINUM — Tusciae urbs Episcopalis colonia Romanorum, Arrhetium Ptolemaeo. Aretium, Silio. Itali nunc vulgo Arezzo vocant. Eius urbis moenia alta fuêre. Silius Ital. l. 5. v. 123. Poenus nunc occupet altos Areti muros, Corythi nunc diruat arcem. Ubi alii… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TIBERIS — I. TIBERIS idolum fluvii cognominis praeses, cuius imago visitur in nummis, qualis apud Statium, Theb. l. 6. v. 274. Laevus arundineae, recubans super aggere ripae Cornitur, emissaeque indulgens Inachus urnae. Ad quem loc. Barthium vide. Alias… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τυρρηνός — και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, ή, όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί οι κάτοικοι τής Τυρρηνίας,… …   Dictionary of Greek

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • αιανός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Τυρρηνίας Ελύμου. Ο Α. ήταν προστάτης και ιδρυτής της μακεδονικής πόλης Αιανή ή Αίανα. * * * αἰανός (Α) (Στον Ησύχιο και στο λεξικό τής Σούδας) παρεφθαρμένος παθ. τύπος ή άλλη γραφή τού αἰανής (Σοφ.… …   Dictionary of Greek

  • αλίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • σικέλιος — α, ο, Ν φρ. «σικέλια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σικέλιο» γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων και αποθέσεών της στη μεσογειακή Ευρώπη, που προηγείται τής τυρρήνιας βαθμίδας και ακολουθεί την καλάβρια βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • Άγυλλα — Αρχαία πόλη της Τυρρηνίας στην Ετρουρία, 30 χλμ. ΒΔ της Ρώμης. Ήταν αποικία των Θεσσαλών Πελασγών και αναφέρεται από τον Στράβωνα και τον Ηρόδοτο, που λέει (Α 167) πως οι Αγυλλαίοι, μετά τη ναυμαχία εναντίον των Φωκαέων (6ος αι. π.Χ.),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”